- ζαλάδα
- ηζάλη: Αισθάνομαι ζαλάδες από την εγκυμοσύνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζαλάδα — η 1. ζάλη, σκοτοδίνη 2. σκοτούρα, έγνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + άδα* (πρβλ. αγρι άδα, αφηρημ άδα)] … Dictionary of Greek
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
αναλίγωμα — το [αναλιγώνω] 1. η μεταβολή στερεής λιπαρής ουσίας σε υγρή, λόγω θερμότητας, τήξη, λειώσιμο 2. αίσθημα παροδικής εξασθένησης τών σωματικών δυνάμεων, που προκαλείται από πείνα, ηδονή κ.ά., ζαλάδα, λίγωμα … Dictionary of Greek
δίνος — ο (Α δῑνος) ο ψυκτήρας, ο σπειροειδής σωλήνας τού αποστακτικού λέβητα αρχ. 1. δίνη, κυκλική κίνηση 2. στρόβιλος 3. είδος χορού 4. ίλιγγος, ζάλη 5. αλώνι 6. πήλινο αγγείο για κρασί, δείνος 7. τόρνος 8. η περιστροφή την οποία έδωσε ο Νους στον… … Dictionary of Greek
επιδάκνω — ἐπιδάκνω (Α) 1. δαγκώνω 2. (για καπνό, κρασί) ερεθίζω («ὁ καπνός ἐπιδάκνων τὰς ὄψεις», Αριστοτ.) 2. παθ. αισθάνομαι ζαλάδα 3. μέσ. ἐπιδάκνομαι πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκνω «δαγκώνω»] … Dictionary of Greek
ζάλισις — και ζάλιση, ἡ (Μ) [ζαλίζω] ζαλάδα, ταραχή, σκοτοδίνη, ζάλη … Dictionary of Greek
ζάλισμα — το [ζαλίζω] ζαλάδα, σκοτοδίνη … Dictionary of Greek
ζαλισμάρα — η [ζαλισμός] ζαλάδα, σάστισμα … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
ξελιγώνω — 1. παραλύω κάποιον από ηδονή ή ευχαρίστηση 2. προκαλώ σε κάποιον λιγούρα, ζαλάδα 3. καταπονώ, κουράζω υπερβολικά 4. (το μέσ.) ξελιγώνομαι α) με πιάνει λίγωμα β) αναλαμβάνω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι από λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek